Εσωτερική Παθολογία
Η Εσωτερική Παθολογία, επίσης γνωστή στην Ελλάδα απλώς ως Παθολογία (διεθνής όρος: Internal Medicine), είναι κλινική ειδικότητα της Ιατρικής που ασχολείται με την πρόληψη, τη διάγνωση και τη μη χειρουργική θεραπεία των νοσημάτων στους ενήλικες (μη παιδιατρικούς) ασθενείς, με ιδιαίτερη έμφαση στα εσωτερικά όργανα του ανθρώπινου οργανισμού. Αποτελεί βασική επιστήμη της κλινικής Ιατρικής και της θεραπευτικής (σε αντίθεση με τον κλάδο των διαγνωστικών ειδικοτήτων, όπως για παράδειγμα η Ιατρική Βιοπαθολογία ή η Ακτινοδιαγνωστική).Η Εσωτερική Παθολογία ασκείται τόσο σε νοσοκομειακές δομές (κλινικές, εξωτερικά ιατρεία και ιατρεία/τμήματα επειγόντων περιστατικών) όσο και σε επίπεδο πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (κέντρα υγείας, ιδιωτικά ιατρεία).
Ο όρος «Εσωτερική Ιατρική» πρωτοεμφανίστηκε το 1882 στα πρακτικά ενός ιατρικού συνεδρίου που διοργανώθηκε στο Wiesbaden της Γερμανίας. Ο όρος «εσωτερική» χρησιμοποιήθηκε τότε από κοινού με τον όρο «ιατρική» (σε αντιδιαστολή με την έννοια της «χειρουργικής» ειδικότητας) για να περιγράψει εκείνη την ειδικότητα της Ιατρικής που ασχολείτο με την προσέγγιση των νοσημάτων συνδυάζοντας την κλινική εικόνα με τα εργαστηριακά ευρήματα, δηλαδή στηριζόμενη σε βάσεις παθοφυσιολογίας των λειτουργιών των εσωτερικών οργάνων του ανθρώπινου σώματος. Σύμφωνα με τον ορισμό που αναπτύχθηκε από τον Friedrich T. von Frerichs, «η εσωτερική ιατρική είναι ενσωμάτωση της κλινικής άσκησης, της παθολογοανατομικής και του εργαστηρίου». Υπό αυτό το πρίσμα, η Εσωτερική Παθολογία δεν ασχολείται εξαρχής με κάποιο εξειδικευμένο νόσημα ή σύστημα οργάνων του οργανισμού, αλλά με κλινικό-εργαστηριακά σύνδρομα που μπορούν να περιλαμβάνουν σημεία και συμπτώματα από παραπάνω του ενός οργάνου (όπως για παράδειγμα οι λοιμώξεις) ή να αφορούν σε κλινικές οντότητες που αναπτύσσονται σε έδαφος δυσλειτουργίας διαφορετικών συστημάτων (όπως για παράδειγμα το δυσπνοϊκό σύνδρομο σε έδαφος καρδιακής ή αναπνευστικής νόσου). Η παθοφυσιολογική βάση της Εσωτερικής Ιατρικής αντικατοπτρίζεται και στην επιλογή του γενικότερου όρου (Εσωτερική) Παθολογία (σε αντίθεση με τη Φυσιολογία) που επιλέχθηκε, αντί του διεθνούς όρου, στην ελληνική πραγματικότητα, όπως αυτός εκφράζει εκείνη την ιατρική ειδικότητα που ασχολείται με τη διάγνωση και θεραπεία διαταραχών σχετικών με τη γενική φυσιολογία του ανθρώπινου οργανισμού. Όσον αφορά στις ιατρικές ειδικότητες, διεθνώς ο όρος Παθολογία (Pathology) αντιστοιχεί στον ελληνικό όρο Παθολογική Ανατομική, η οποία δεν αποτελεί κλινική αλλά διαγνωστική (εργαστηριακή) ειδικότητα.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εσωτερικής Ιατρικής και την Ευρωπαϊκή Ένωση Ιατρικών Ειδικοτήτων, η Εσωτερική Παθολογία έχει ως αντικείμενο την πρόληψη, τη διάγνωση και τη θεραπεία των ενήλικων ασθενών με γενικά ιατρικά προβλήματα, πολλαπλές παθήσεις ή άτυπη κλινική εικόνα, κατά τρόπο ολιστικό, δηλαδή λαμβάνοντας υπ’ όψιν εξίσου την κοινωνική, ψυχολογική και ηθική διάσταση των κλινικών προβλημάτων των ασθενών. Το φάσμα θεραπευτικής της Εσωτερικής Παθολογίας περιλαμβάνει επί της ουσίας μια ευρύτατη γκάμα διαταραχών του αναπνευστικού, του αιμοποιητικού, του πεπτικού, του ενδοκρινικού, του κυκλοφορικού, του νευρικού, του μυοσκελετικού και του ουρογεννητικού συστήματος, καθώς επίσης τις μεταβολικές και βιοχημικές διαταραχές και τα λοιμώδη νοσήματα. Συχνά οι Εσωτερικοί Παθολόγοι καλούνται να διαχειριστούν σύνθετα ή πολυσυστημικά νοσήματα, η δε παροχή ιατρικών υπηρεσιών και φροντίδας στον ενήλικα ασθενή προβλέπεται να εξασφαλίζεται κατά προσέγγιση διεξοδική και συνεχή, τόσο σε οξείες όσο και σε χρόνιες καταστάσεις· εκτός της θεραπευτικής, ασχολούνται και με ζητήματα συμβουλευτικής των ασθενών άλλων ιατρικών ειδικοτήτων. Η Εσωτερική Παθολογία αποτελεί, ακόμη, μείζον πεδίο της ακαδημαϊκής Ιατρικής και της ιατρικής έρευνας.
Στην Ευρώπη, η ελάχιστη διάρκεια εκπαίδευσης για την απόκτηση του τίτλου ειδικότητας στην Εσωτερική Παθολογία ορίζεται στα 5 έτη. Δικαίωμα εισαγωγής σε κάποιο πρόγραμμα εκπαίδευσης έχουν οι κάτοχοι πανεπιστημιακού τίτλου Ιατρικής Σχολής και άδειας άσκησης επαγγέλματος ιατρού. Κατά τη διάρκεια του προγράμματος εκπαίδευσης, οι εκπαιδευόμενοι ιατροί (ειδικευόμενοι) οφείλουν να αποκτήσουν μια σειρά από ικανότητες επαγγελματικής επάρκειας σε διάφορους τομείς όπως η φροντίδα του ασθενούς, οι ιατρικές γνώσεις, οι δεξιότητες επικοινωνίας, ο επαγγελματισμός, οι δεξιότητες οργάνωσης και διαχείρισης συστημάτων υπηρεσιών και η έρευνα .